μαυροσκούφης

μαυροσκούφης
ο
1. αυτός που φορεί μαύρο σκούφο
2. στον πληθ. οι μαυροσκούφηδες
μικρό επίλεκτο τμήμα μαχητών του ΕΛΑΣ που συνόδευε τον Αρη Βελουχιώτη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”